- τεσσαρακοντόργυιος
- τεσσᾰρᾰκοντ-όργυιος, ον,A forty fathoms high, Hdt.2.148, in form τεσσερ-.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τεσσαρακοντόργυιος — ον, Α αυτός που έχει ύψος ή μήκος σαράντα οργιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαράκοντα + ὀργυιά (πρβλ. πεντ όργυιος)] … Dictionary of Greek
τεσσερακοντόργυιος — τεσσαρακοντόργυιος forty fathoms high masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)